φθοριοπυριτικός

φθοριοπυριτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «φθοριοπυριτικό άλας»
χημ. άλας τού φθοριοπυριτικού οξέος
β) «φθοριοπυριτικό οξύ»
χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού πυριτίου, γνωστή και ως εξαφθοπυριτικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fluosilicique < fluor «φθόριο» + silicique «πυριτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”